«Οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο τρέχουν, αλλά είναι πολύ πιο πολύπλοκες από ό,τι με την Ιταλία», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή ‘’Secret’’ με τον δημοσιογράφο Παναγιώτη Τζένο, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.
 
Για τη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας, ο κ. Βαρβιτσιώτης υπογράμμισε ότι «ήταν μια συμφωνία που έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πάρα πολλά χρόνια».

«Το γεγονός ότι δεν είχε γίνει τόσα χρόνια είναι ξεκάθαρα ευθύνη της προηγούμενης κυβέρνησης, που αποφάσισε από ένα σημείο και μετά να μη συνομιλεί με τις ιταλικές κυβερνήσεις γιατί σε αυτές συμμετείχαν οι εκπρόσωποι της λίγκας του βορρά», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Θυσίασαν την επιτυχία που θα μπορούσαν να έχουν σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής για μικροπολιτικούς λόγους», επισήμανε ο ίδιος.

«Έφεραν τη χώρα σε πάρα πολύ δύσκολη θέση, γιατί η συμφωνία με τη Λιβύη υπήρχε στο τραπέζι πάρα πολλά χρόνια», πρόσθεσε ο κ. Βαρβιτσιώτης.

Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών τόνισε ότι «σήμερα η Ελλάδα έχει για πρώτη φορά κατοχυρωμένη ΑΟΖ».

«Με αυτό το εφόδιο στο διπλωματικό μας οπλοστάσιο συζητάμε με την Αίγυπτο, με την Αλβανία, πρέπει να συζητήσουμε κάποια στιγμή με την Τουρκία», υπογράμμισε επιπρόσθετα.

Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο, ο κ. Βαρβιτσιώτης δήλωσε ότι «τρέχουν, αλλά είναι πολύ πιο πολύπλοκες από ό,τι με την Ιταλία».

«Δεν έχουμε χαράξει τα όρια της υφαλοκρηπίδας και θα χρειαστεί πολύ κόπος να επιτευχθεί», διευκρίνισε.

Παράλληλα σημείωσε ότι πολύ μεγάλη σημασία έχει και η χάραξη ΑΟΖ με την Αλβανία, «το οποίο πρέπει να επιλυθεί στο άμεσο διάστημα», αφού όπως είπε «έχουμε δώσει και το πράσινο φως για την ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ».

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών στα Παραπολιτικά 90,1: 

Αναφερόμενος στη συμφωνία Ελλάδας –Ιταλίας για την ΑΟΖ, ο κ. Βαρβιτσιώτης ανέφερε: «Ήταν μια συμφωνία η οποία καθυστέρησε πάρα πολύ για να ολοκληρωθεί, θα έπρεπε να την έχουμε καταρτίσει και συμφωνήσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Δυστυχώς οι μαξιμαλιστικές μας διαθέσεις για όλα τα θέματα μεταξύ των οποίων και δικαιώματα τα οποία φέρονται να παίρνουν οι ιταλοί ψαράδες τα οποία ούτως ή αλλιώς είχανε από το ευρωπαϊκό πλαίσιο και από το 2022 θα τα κατοχυρώνανε πλήρως, τα αναγνωρίζουμε το 2020. Και βεβαίως θεωρώ ότι ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια το γεγονός ότι δεν είχαμε καταφέρει να καταρτίσουμε αυτή τη συμφωνία, επειδή άνοιξε και αυτός ο διάλογος ανάμεσα στον κ. Τσίπρα και τον κ. Κοτζιά, είναι ευθύνη ξεκάθαρα της προηγουμένης κυβέρνησης η οποία αποφάσισε από ένα σημείο και μετά να μη συνομιλεί με τις ιταλικές κυβερνήσεις γιατί σε αυτές μετείχανε οι εκπρόσωποι της Λίγκας του Βορρά».

«Αυτή είναι η πραγματικότητα και όλα τα άλλα τα οποία λένε ο Τσίπρας με τον Κοτζιά μεταξύ τους είναι ουσιαστικά παρελκυστικά. Το γεγονός είναι ότι από τη στιγμή που μπήκε και ο Σαλβίνι στην κυβέρνηση, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας προσωπικά αλλά και όλοι οι υπόλοιποι υπουργοί αποφάσισαν να σταματήσουν την οποιαδήποτε σχέση με την Ιταλία γιατί δεν θέλαν να μπουν στο κάδρο της φωτογραφίας και να κατηγορηθούνε ότι συνομιλούν με κάποιους ακροδεξιούς. Δηλαδή θυσιάσανε την επιτυχία που θα μπορούσαν να έχουν σε ένα πεδίο εξωτερικής πολιτικής για μικροπολιτικούς λόγους και βεβαίως οδηγήσανε τη χώρα σε μια πιο πιεσμένη κατάσταση διότι η διαφαινόμενη συμφωνία μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας υπήρχε στο τραπέζι πάρα πολύ καιρό», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Σήμερα για πρώτη φορά η Ελλάδα έχει κατοχυρωμένη ΑΟΖ στην ιστορία της... Σήμερα με αυτό το εφόδιο στο διπλωματικό μας οπλοστάσιο συζητάμε και με τις υπολοιπες χώρες, συζητάμε με την Αίγυπτο, συζητάμε με την Αλβανία και πρέπει να συζητήσουμε κάποια στιγμή και με την Τουρκία», επισήμανε ο ίδιος.

«Η συμφωνία για τη χάραξη της ΑΟΖ βασίζεται απόλυτα στη συμφωνία που είχε κάνει το 1977 η Ελλάδα με την Ιταλία επί Κων/νου Καραμανλή για τη χάραξη υφαλοκρηπίδας. Είχαμε χαράξει υφαλοκρηπίδα με την Ιταλία και για αυτό και δεν υπήρχε και η βιάση για να προχωρήσουμε στη χάραξη της ΑΟΖ, για αυτό και έβγαλε και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε διεθνή διαγωνισμό τα οικόπεδα για τις εξορύξεις στο Ιόνιο βάση εκείνης της συμφωνίας και βεβαίως δεν υπάρχει κανένας περιορισμός αυτής της κυριαρχίας. Αν πηγαίναμε τα 200 ναυτικά μίλια που είναι το όριο της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και δεν παρεμβαλλόταν η Ιταλία τότε θα φτάναμε στην πλευρά του κόλπου της Νάπολης την εθνική μας κυριαρχία. Δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Η μέση γραμμή τηρήθηκε παίρνοντας τις αποστάσεις από όλα τα σημεία έτσι όπως είχε γίνει το 1977. Κανένας δεν είχε πει μέχρι προχθές ότι η συμφωνία του 1977 είναι μια συμφωνία η οποία περιορίζει την κυριαρχία των νησιών. Αυτό το οποίο όλοι λέγανε είναι ότι η συμφωνία του 1977 κατοχυρώνει πλήρως την επήρεια που έχουν τα μικρά νησιά στη χάραξη τόσο υφαλοκρηπίδας όσο και ΑΟΖ», συμπλήρωσε.

Ερωτηθείς για τις διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο, σημείωσε: «Οι διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο τρέχουν. Είναι κάτι το οποίο το ξέρουμε, είναι κάτι το οποίο συζητιέται, είναι πιο πολύπλοκες από ότι ήταν με την Ιταλία. Δεν έχουμε χαράξει τα όρια της υφαλοκρηπίδας και νομίζω ότι θα χρειαστεί αρκετός κόπος και προσπάθεια για να επιτευχθεί μια τέτοια συμφωνία. Έχει σημασία για εμας και η χάραξη πλέον της ΑΟΖ και με την Αλβανία, είναι σημαντικό θέμα το οποίο πρέπει να επιλύσουμε στο άμεσο διάστημα που έρχεται μπροστά μας. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που εχουμε δώσει και το πράσινο φως για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας στην ΕΕ και ένας από τους όρους που έχει τεθεί πάρα πολύ ψηλά είναι οι σχέσεις καλής γειτονίας ανάμεσα στις υπό ένταξη χώρες με τις χώρες μέλη της ΕΕ».

Με αφορμή την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Ισραήλ, ο κ. Βαρβιτσιώτης δήλωσε: «Το Ισραήλ είναι μια χώρα με την οποία η Ελλάδα έχει οικοδομήσει την τελευταία δεκαετία μια στρατηγική σχέση. Αισθανόμαστε ότι με το Ισραήλ μπορούμε να συνομιλούμε σε όλα τα επίπεδα, όχι μόνο στο επίπεδο της ασφάλειας, όχι μόνο στο επίπεδο των γεωπολιτικών συσχετισμών στη Μεσόγειο αλλά μπορούμε να μιλάμε στα θέματα της οικονομίας, του τουρισμού, των επενδύσεων, της ανάπτυξης, της γεωργικής οικονομίας. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πολλαπλών εκλογικών κύκλων και το σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας στο Ισραήλ ο πρώτος πρωθυπουργός που επισκέπτεται αμέσως μετά τη λήξη του περιορισμού του covid 19 το Ισραήλ είναι ο κ. Μητσοτάκης. Αυτό δείχνει τη σημασία που και εμείς δίνουμε προς το Ισραήλ και το Ισραήλ δείχνει στην Ελλάδα. Αυτή την πολυεπίπεδη σχέση εμείς θα συνεχίσουμε να την καλλιεργούμε».

Αναφερόμενος στο πακέτο στήριξης από την ΕΕ, δήλωσε: «Είμαι ο αρμόδιος υπουργός εξωτερικών για να κάνει αυτή τη διαπραγμάτευση για το πακέτο και ασχολούμαι με αυτή τη διαπραγμάτευση η οποία ακόμη βρίσκεται σε ένα στάδιο που δεν βλέπουμε ξεκάθαρα ο φως στο τέρμα του τούνελ. Υπάρχει η προοπτική αλλά χρειάζεται ακόμα πολύ δουλειά για να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση. Είμαι αισιόδοξος ότι τελικά η δυναμική που έδωσε η Γαλλία και η Γερμανία στην ευρωπαϊκή επιτροπή ώστε να προτείνει ένα φιλόδοξο πακέτο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες είναι η δυναμική η οποία στο τέλος θα υπερισχύσει. Μην υποτιμάται όμως τις αντιδράσεις των κρατών μελών, μην υποτιμάται τις αντιδράσεις που έρχονται από χώρες της κεντρικής Ευρώπης οι οποίες αισθάνονται ότι με τον τρόπο με τον οποίο μοιράζει η Κομισιόν τα λεφτά δεν παίρνουν αυτά που θα έπρεπε να πάρουν. Είναι αλήθεια ότι από την πρόταση της Κομισιόν η Ελλάδα είναι εξαιρετικά ευνοημένη, παίρνουμε πολύ περισσότερα χρήματα λόγω του γεγονότος ότι έχουμε πολύ υψηλή ανεργία και αυτό είναι κάτι που προσμετράτε . Το ποσό το οποίο θα έρθει στη χώρα μας δεν θα είναι τα 32 δις τα οποία λέμε, θα είναι ένα ποσό το οποίο θα ξεπερνά τα 72 δις διότι έρχεται μαζί με τα λεφτά του 7ετούς ΕΣΠΑ και μαζί με τα λεφτά των αγροτικών επιδοτήσεων άρα είναι ένα τεράστιο πακέτο».

«Υπάρχει μια τεράστια εθνική ευκαιρία και αυτό είναι η ευκαιρία να διαφοροποιήσουμε το αναπτυξιακό μας μοντέλο. Όλα τα προηγούμενα χρόνια τα πακέτα της Ευρώπης τα χρησιμοποιήσαμε είτε σε επιδοτούμενα προγράμματα εργασίας είτε σε μπετά δηλαδή δημόσια έργα. Σήμερα η χώρα μας έχει επαρκείς υποδομές, και φαίνεται ότι και τα προγράμματα επιδοτούμενης εργασίας δεν καταφέρανε να ανατάξουν την αποβιομηχάνιση της χώρας ή την φυγή επιχειρήσεων υψηλής κεφαλαιακής αξίας στο εξωτερικό. Άρα θεωρώ ότι πρέπει αυτά τα χρήματα να τα αξιοποιήσουμε έξυπνα και να τα αξιοποιήσουμε ώστε να δούμε την οικονομίας μας να μετέχουν και άλλοι τομείς και να γίνουνε πρωταθλητές πέραν του τουρισμού. Γιατί είδαμε πόσο εύθραυστος μπορεί να είναι ο τουρισμός σε μια περίοδο όπως αυτή που ζούμε όπου κινδυνεύει το εθνικό ΑΕΠ με μεγάλη πτώση λόγω της μεγάλης συμμετοχής του τουρισμού», πρόσθεσε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών.

«Ο πρωθυπουργός έχει αναθέσει σε μια επιτροπή ανθρώπων που έχουν την επιστημονική γνώση αλλά και τη γνώση της αγοράς να καταρτίσουν αυτό το σχέδιο και νομίζω ότι θα κάνει και όλες τις απαραίτητες κινήσεις ώστε να φύγουμε από τις γνωστές γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που οδηγούσαν τη χώρα μας στην πρώτη περίοδο κάθε προγράμματος ευρωπαϊκού να έχει πολύ χαμηλή απορροφητικότητα και στο τέλος κάθε περιόδου να τρέχουν οι απορροφήσεις και να πηγαίνουν ψηλά. Εμείς χρειαζόμαστε τα λεφτά να έρθουν εμπροστοβαρώς, να έρθουν σύντομα στην οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνουμε ευέλικτες διαδικασίες και θα πρέπει μα βρούμε και τους τομείς στους οποίους τα χρήματα μπορούν να απορροφηθούμε άμεσα, και να μην αρχίζουμε να σχεδιάζουμε πάλι καινούργιους αυτοκινητόδρομους ή καινούργια λιμάνια τα οποία θέλουν ένα βαθύ χρόνο ωρίμανσης και στο τέλος της 7ετίας θα μπορούν να αποδώσουνε», σημείωσε επιπρόσθετα.

Ερωτηθείς αν θα πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτες οι τράπεζες, απάντησε: «Το εύχομαι και το πιστεύω. Πιστεύω ότι θα πρέπει να δώσουμε στις τράπεζες τη δυνατότητα να κάνουν αυτό το οποίο είναι φτιαγμένες να κάνουνε, να χρηματοδοτούνε την αγορά και να αναλαμβάνουν ένα ρίσκο. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να προχωρήσουν όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν να κάνουν με τον τραπεζικό τομέα. Η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μεγάλες ρυθμίσεις για αυτή την κατεύθυνση, δυστυχώς κάποιες την περίοδο της πανδημίας δεν φέρανε τους καρπούς τους οποίους θέλαμε γιατί υπήρχε η διαδικασία του παγώματος της αγοράς και δεν είδαμε την ανταπόκριση και την ταχύτητα που χρειαζόμασταν. Νομίζω ότι τώρα θα πρέπει να τρέξει και το τραπεζικό σύστημα αλλά βασικά θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει ένας ευέλικτος μηχανισμός υποδοχής αυτών των χρημάτων».