«Συνεχείς οι επικαιροποιήσεις των στοιχείων για την οικονομία από τις συνέπειες της πανδημίας. Κανείς δεν μπορεί να κάνει πρόβλεψη», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή ''Secret'' με τον δημοσιογράφο Παναγιώτη Τζένο, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταικούρας.
 
Ο κ. Σταϊκούρας εμφανίστηκε αισιόδοξος για την οικονομία καθώς όπως είπε «κατά τη διάρκεια της καραντίνας τα έσοδα δεν σημείωσαν μεγάλη πτώση ενώ η χώρα βγήκε δύο φορές στις αγορές και δανείστηκε με χαμηλό επιτόκιο».

Την ίδια στιγμή ξεκαθάρισε ότι «φέτος δεν θα υπάρξει πρόβλημα στα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους ακόμα και στο πιο δυσμενές σενάριο».

Παράλληλα τόνισε πως «πρέπει να δοθεί ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και αναφέρθηκε στην επιστρεπτέα προκαταβολή προς τις επιχειρήσεις».

Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Οικονομικών σημείωσε πως «ως τις 10 Ιουλίου θα δοθούν στην πραγματική οικονομία 2 δισεκατομμύρια ευρώ».

Ακόμη ανέφερε πως «η κυβέρνηση έχει ζητήσει από το τραπεζικό σύστημα να συμβαδίσει μαζί της».

Ο κ. Σταϊκούρας εκτίμησε ότι «τα 32 δισεκατομμύρια από το ταμείο ανάκαμψης της Κομισιόν δεν θα εισρεύσουν στη χώρα πριν από τις αρχές του 2021».

Επιπρόσθετα, ο υπουργός αναγνώρισε πως «η κυβέρνηση –λόγω της πανδημίας- δεν υλοποίησε πολιτικές όπως μείωση ασφαλιστικών εισφορών και της φορολόγησης των επιχειρήσεων».

«Αυτά θα τα δει η κυβέρνηση από τον Σεπτέμβριο», υπογράμμισε ο ίδιος.

Ταυτόχρονα, ο κ. Σταϊκούρας επανέλαβε πως «δεν είναι στις σκέψεις της κυβέρνησης μειώσεις μισθών και συντάξεων».

Ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι για τους συνεπείς δανειολήπτες «θα υπάρχει πρόγραμμα – γέφυρα ώστε το κράτος να πάρει πάνω του για ένα διάστημα, μεγάλο μέρος του δανείου του δανειολήπτη».

«Η πολιτεία βοηθάει τον συνεπή φορολογούμενο και τον συνεπή δανειολήπτη», επισήμανε.

Ερωτηθείς για τον επικείμενο ανασχηματισμό, απάντησε πως «αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να θέσετε στον πρωθυπουργό».

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του υπουργού Οικονομικών στα Παραπολιτικά 90,1: 

Αναφορικά με τις συνέπειες του κοροναϊού στην οικονομία, ο κ. Σταϊκούρας σημείωσε: «Ακριβείς εκτιμήσεις και προβλέψεις δεν μπορεί να κάνει κανένας, υπάρχουν ποσοτικά δεδομένα τα οποία αξιοποιούμε, χρησιμοποιούμε, επικαιροποιούμε και διορθώνουμε αλλά αν δείτε σε παγκόσμιο επίπεδο από φορείς όπως είναι η ΕΚΤ μέχρι χώρες με τελευταίο παράδειγμα τη Γαλλία οι επικαιροποίησεις και οι αναθεωρήσεις των δεδομένων είναι σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση. Είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση που απαιτεί εγρήγορση, άμεση δράση, άμεσες ενέργειες, σωστές πολιτικές επιλογές αλλά και ''καύσιμα'' για δυνητικούς κινδύνους που θα προκύψουν στο μέλλον».

Για τη ρευστότητα του κράτους, ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε: «Όταν κάναμε την άσκηση τον Μάρτιο και ξεκινούσε το lockdown της οικονομίας τότε λειτουργούσαμε με όλα τα δυσμενή σενάρια. Σήμερα η εικόνα που έχουμε είναι καλύτερη από το τότε γιατί πρώτον, στο μεσοδιάστημα βγήκαμε δύο φορές στις αγορές και δανειστήκαμε με ικανοποιητικό επιτόκιο άρα ενισχύθηκαν τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας. Δεύτερον, στο μεσοδιάστημα βγαίνουμε συστηματικά και δανειζόμαστε έντοκα γραμμάτια 3 μηνών, 6 μηνών και 1 έτους υψηλότερου μεγέθους απ’ ότι στο παρελθόν, με κόστος δανεισμού αντίστοιχο αυτού της προ- κορονοϊού εποχής. Και αυτό θετικό. Τρίτον, η πρόβλεψή μας και η εκτίμησή μας ήταν ότι θα έχουμε μια μείωση εσόδων στον κρατικό προϋπολογισμό της τάξεως περίπου του 40% σε μηνιαία βάση Μάρτιο-Απρίλιο-Μάιο. Με τα σημερινά δεδομένα η πτώση ήταν μικρότερη. Τον Μάιο ήταν 33% τους προηγούμενους μήνες ήταν της τάξεως του 16% και του 9% γιατί δώσαμε κίνητρα σε φορολογούμενους οι οποίοι πήγαν και πλήρωσαν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Συμπέρασμα αν αθροίσουμε αυτά τα τρία συστατικά και προσθέσουμε και τα υφιστάμενα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης στην τράπεζα της Ελλάδος και στις εμπορικές τράπεζες εκτιμώ ότι η χώρα δεν θα έχει κανένα ταμειακό πρόβλημα φέτος ακόμα και στο δυσμενές σενάριο. Άρα λειτουργούμε με τα δυσμενή σενάρια, έχουμε όμως ενισχύσει τα πολεμοφόδια της χώρας από τις πηγές που σας ανέφερα».

Για την ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, δήλωσε: «Πρέπει να δώσουμε πράγματι ρευστότητα στην πραγματική οικονομία και πρέπει να δώσουμε και στις μεγάλες και στις μεσαίες και στις μικρές επιχειρήσεις που δεν έχουν προσβασιμότητα στο τραπεζικό σύστημα. Πρώτον επιστρεπτέα προκαταβολή. Ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση. 55χιλιαδες επιχειρήσεις εκ των οποίων το 85% είχε μέχρι 50 εργαζόμενους, μοιράστηκαν περίπου 600 εκ. €. Κατά μέσο όρο 11 χιλ. € ενισχύθηκε κάθε επιχείρηση κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν στις προηγούμενες δεκαετίες άμεσα από το δημόσιο χρήματα στις επιχειρήσεις τις μικρές και τις πολύ μικρές. Αυτό το πρόγραμμα, ηδη έχει ανοίξει η πλατφόρμα απ’ την προηγούμενη Δευτέρα, θα τρέξει μέχρι την επόμενη Δευτέρα για τη δεύτερη φάση που είναι πάνω από 1,4 δις €. Εκτιμούμε μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, περίπου εκεί, θέλουμε να υπάρξει εκταμίευση αυτού του ποσού. Άρα μέχρι 7 με 10 Ιουλίου να έχουμε δώσει στην πραγματική οικονομία 2 δις άμεσα, κατευθείαν από το κράτος χωρίς τη μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος. Δεύτερον, στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν κάποιες υποχρεώσεις. Όπως ξέρετε αναστείλαμε τις φορολογικές και τις ασφαλιστικές υποχρεώσεις αυτών των συμπατριωτών μας. Ο πρωθυπουργός την προηγούμενη Παρασκευή είπε και θα υλοποιήσουμε σύντομα με διατάξεις, ότι αυτές οι υποχρεώσεις φεύγουν από το ’20 και πάνε το 2021 σε 12 δόσεις άτοκες ή σε 24 δόσεις με ένα επιτόκιο χαμηλό εμείς εκτιμούμε ότι θα διαμορφωθεί κοντά στο 2,5%. Και αυτό είναι ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων χωρίς τη μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος».

Για τις μικροπιστώσεις, το ΤΕΠΙΧ και τους εγγυοδοτικούς μηχανισμούς, ο κ. Σταϊκούρας υπογράμμισε: «Ξεκινήσαμε τη συζήτηση για τις μικροπιστώσεις δηλαδή να δίνεται η δυνατότητα από φορείς, όχι το τραπεζικό σύστημα, χωρίς να έχουν καταθέσεις και να παίρνουν καταθέσεις αυτοί οι φορείς, να χορηγούν μέχρι 25 χιλ., μικροπιστώσεις δηλαδή στις πολύ μικρές επιχειρήσεις ή σε όποιον έχει ανάγκη από μια μικρή χρηματοδότηση. Και έχουμε δύο εργαλεία το ΤΕΠΙΧ και τους εγγυοδοτικούς μηχανισμούς. Εκεί πράγματι υπήρχαν δυσλειτουργίες και πράγματι πολλές φορές έχετε ακούσει την κυβέρνηση να λεει ότι θα επιθυμούσε και επιθυμεί να συγχρωτιστούμε, να συμβαδίσουμε στις ταχύτητες με το τραπεζικό σύστημα. Είναι όμως αλήθεια ότι και το μέγεθος του προβλήματος είναι τέτοιο που πάρα πολλές επιχειρήσεις έχουν αποταθεί στο τραπεζικό σύστημα όταν οι διαθέσιμοι πόροι, κυρίως οι ευρωπαϊκοί πόροι, είναι λιγότεροι. Δηλαδή είναι γεγονός ότι στο ΤΕΠΙΧ έχουν γίνει πολλαπλάσιες αιτήσεις από τους διαθέσιμους πόρους που είχε η ελληνική πολιτεία μέσω των κοινοτικών κονδυλίων. Κάνουμε συνεπώς το καλύτερο που μπορούμε, κυρίως η Αναπτυξιακή τράπεζα και το υπουργείο Ανάπτυξης έτσι ώστε αυτοί οι πόροι τώρα να διοχετευτούν κατευθείαν στην πραγματική οικονομία. Σας είπα πέντε πηγές ρευστότητας, αναστολές φορολογικών υποχρεώσεων για το ’21 και μετά, επιστρεπτέα προκαταβολή, μικροπιστώσεις, ΤΕΠΙΧ, εγγυοδοτικοί μηχανισμοί εκτιμώ ότι αυτά τα εργαλεία έχουν πιάσει τόπο, όχι όλα κατά την ένταση και την έκταση που θα επιθυμούσαμε αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης άμεσα και αυτό προσπαθούμε να κάνουμε ο καθένας από το δικό του πεδίο ευθύνης».

Ερωτηθείς αν είμαστε κοντά σε μια απόφαση για τα 32 δις, απάντησε: «Η ρευστότητα του δημοσίου μέχρι περίπου τέλη Ιουλίου δεν περιλαμβάνουν ούτε ένα ευρώ να έρθει από την Ευρώπη. Μέχρι σήμερα δεν έχει έρθει ούτε ένα ευρώ και εκτιμούμε ότι θα αρχίσουν να εισρέουν πόροι από το τέλος Ιουλίου. Ποιοι πόροι όμως; ΈΣΠΑ, πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, SURE για την απασχόληση και ίσως και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, όχι τα 32 δις. Τα 32 δις που γίνεται πολύ συζήτηση και ακούω με ευκολία κάποιοι εντός και εκτός Βουλής να λένε «τώρα που θα πάρουμε 32 γιατί δεν είστε πιο γαλαντόμοι;» Διότι τα 32 δεν πρόκειται να εισρεύσουν στη χώρα, κατά τη δική μου εκτίμηση, πριν από τις αρχές του 2021 άρα οφείλουμε να κάνουμε σχεδιασμό των επόμενων μηνών και των επόμενων ετών με το τι έχουμε διαθέσιμα, τι θα έρθουν τους επόμενους μήνες και τι προσδοκούμε να έρθουν το επόμενο χρονικό διάστημα».

«Οι συζητήσεις που γίνονται στο ECOFIN και Eurogroup είναι δύσκολες. Υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ της πρότασης της ευρωπαϊκής επιτροπής, την οποία στηρίζει η Ελλάδα γιατί είναι δίκαιη, γιατί στηρίζεται κυρίως σε επιχορηγήσεις και όχι σε δάνεια, γιατί δίνει τη δυνατότητα στην κάθε χώρα να κάνει το δικό της πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, να εχει την ιδιοκτησία του προγράμματος, γιατί είναι σε τομείς που εμείς θέλουμε να δώσουμε ενδιαφέρον με το δικό μας αναπτυξιακό πρόταγμα. Για μια σειρά από λόγους στηρίζουμε αυτή την πρόταση. Υπάρχουν όμως αρκετές ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες υποστηρίζουν κυρίως δύο πράγματα, ότι θα πρέπει να είναι δάνεια και θα πρέπει αυτά να συνοδεύονται από αυστηρές προϋποθέσεις. Συνεπώς τώρα ξεκινάει η συζήτηση η οποία σίγουρα θα απασχολήσει και τη Σύνοδο Κορυφής έτσι ώστε αν μπορέσουμε το συντομότερο δυνατόν, γιατί πρέπει να κλείσει αυτή η συμφωνία το συντομότερο δυνατόν να είναι πολύ κοντά στην ευρωπαϊκή πρόταση και αν είναι εφικτό να είναι ακόμα και καλύτερη. Άρα υπάρχουν δύο θέματα τα οποία είναι ανοιχτά. Αν μπουν οποιεσδήποτε προϋποθέσεις όμως, τις οποίες προσπαθούμε να μην υφίσταται, θα είναι σίγουρα ίδιες για όλες τις χώρες τις Ευρώπης. Δεν θα είναι κάποιες ιδιαίτερες για κάποια χώρα η οποία είναι σε ενισχυμένη εποπτεία όπως η Ελλάδα», συμπλήρωσε ο ίδιος.

Ερωτηθείς αν έχει ανασταλεί ο σχεδιασμός της κυβέρνησης που αφορά της μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών και της φορολόγησης των επιχειρήσεων, σημείωσε: «Αυτός ο σχεδιασμός υλοποιήθηκε και υλοποιείται, ενδεικτικά θα σας πω ότι φέτος υφίσταται η μείωση στις επιχειρήσεις στο 24% της φορολόγησής τους, ξεκίνησε να ισχύει η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,9% αλλά ναι δεν μπορεί να έχει την ένταση που εμείς προσδοκούσαμε μέχρι το Φεβρουάριο του 2020. Αυτό σημαίνει ότι ανοίξαμε μια παρένθεση τον Μάρτιο, την οποία προσδοκούμε να κλείσουμε το συντομότερο δυνατό ανάλογα με την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, και σε αυτή την παρένθεση κάναμε μεγάλη αύξηση δαπανών. Κάναμε το αντίθετο απ’ ότι υλοποιούσαμε μέχρι τον Φεβρουάριο γιατί θα έπρεπε να στηρίξουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις με πολλούς διαφορετικούς τρόπους για να διατηρήσουμε όσο είναι εφικτό διαθέσιμο εισόδημα και τις θέσεις απασχόλησης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ακόμα και μέσα στην κρίση πρώτον δεν υλοποιήθηκαν οι πολιτικές που είχαμε σχεδιάσει, ασφαλιστικές εισφορές και μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων ή ότι δεν μειώσαμε βεβαίως όχι με μόνιμα χαρακτηριστικά κάποιους φόρους όπως είναι ο ΦΠΑ στην εστίαση, στις μεταφορές στους κινηματογράφους».

«Ευελπιστούμε ότι από το Σεπτέμβριο και μετά που θα έχουμε ξεκάθαρο ελπίζουμε διάδρομο μπροστά μας, θα επιστρέψουμε στην ορθή δημοσιονομική πολιτική που είναι η μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών με κύριο πρόταγμα τις ασφαλιστικές εισφορές. Ταυτόχρονα όμως θα υλοποιήσουμε και ένα πλέγμα αποκρατικοποιήσεων, αξιοποίησης δημόσια περιουσίας και άλλων διαρθρωτικών αλλαγών που για αντικειμενικούς λόγους δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Για παράδειγμα ξέρετε ότι ήμασταν πολύ κοντά στο να ολοκληρώσουμε κάτι που ξεκίνησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και ήταν η πώληση του 30% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών με έντονο ενδιαφέρον από ξένους θεσμικούς επενδυτές και από εταιρείες. Δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αυτό το επόμενο χρονικό διάστημα όταν η αποτίμηση του διεθνούς αερολιμένα θα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Άρα θα πιάσουμε το νήμα από εκεί που ήμασταν μέχρι το Φεβρουάριο και ακολουθούσαμε ορθή οικονομική πολιτική, προσπαθήσαμε μέσα στην κρίση να υλοποιήσουμε όσο μπορούσαμε περισσότερες διαρθρωτικές αλλαγές που δεν εξαρτιόταν από τον κοροναϊό και προχωρήσαμε συγκεκριμένα project όπως είναι η μαρίνα του Αλίμου, όπως είναι τρία περιφερειακά λιμάνια, όπως είναι το Ελληνικό και μια σειρά από άλλες μεταρρυθμίσεις μέσα στη Βουλή για την παιδεία, τώρα έχουμε τις μικροπιστώσεις, θα έρθει η εταιρική διακυβέρνηση, θα έρθει το πτωχευτικό δίκαιο και θέλουμε από το Σεπτέμβριο και μετά να επιστρέψουμε στη μείωση κυρίως των ασφαλιστικών εισφορών από το ’21 και μετά», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ερωτηθείς αν είναι στις σκέψεις της κυβέρνησης μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, απάντησε: «Δεν είναι στους σχεδιασμούς της ατζέντας μας. Θέλω να σας πω όμως για τη Συν-εργασία ότι είναι ένα πρόγραμμα το οποίο έχει ως βασική στόχευση τις θέσεις απασχόλησης. Αυτό το πρόγραμμα Συν-εργασία ξεκίνησε από σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία και στη Γαλλία ακριβώς για να στηρίξει αυτό το κομμάτι της εργασίας, το ενισχύσαμε μόλις ενισχύθηκαν τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας καλύπτοντας ένα σημαντικό ποσοστό από τις εργοδοτικές εισφορές ακριβώς με στόχευση τους εργαζόμενους, και είμαστε εδώ ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση να το εμπλουτίσουμε, να το ενισχύσουμε ή να το επεκτείνουμε λαμβάνοντας υπόψη τόσο την υγειονομική κρίση όσο και την πραγματική οικονομία αλλά φυσικά και τα δημοσιονομικά και ταμειακά διαθέσιμα της χώρας. Άλλη σκέψη δεν υπάρχει στο τραπέζι».

Αναφορικά με τους συνεπείς φορολογούμενους, ο υπουργός επισήμανε: «Σε ότι αφορά τους συνεπείς η πρόθεση μας είναι να επαναφέρουμε ένα ποσοστό έκπτωσης που υπήρχε στο παρελθόν το 2% για να βοηθήσουμε αυτους που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν εμπροστοβαρώς τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, και παράλληλα σας θυμίζω ότι για τους συνεπείς δανειολήπτες θα υπάρχει ένα πρόγραμμα γέφυρας ώστε το κράτος για ένα διάστημα αρκετών μηνών να πάρει πάνω του ένα σημαντικό ύψος της δόσης του κάθε πολίτη που είναι συνεπής ακριβώς γιατί πρέπει να επιβραβεύσουμε τη συνέπεια. Για πρώτη φορά τον συνεπή φορολογούμενο ή συνεπή δανειολήπτη η ελληνική πολιτεία τον βοηθάει. Θα ήθελα να τον βοηθήσουμε ακόμα περισσότερο αλλά αυτές είναι οι δυνατότητες που έχουμε σήμερα».

Για τη μείωση προκαταβολής φόρου,  κ. Σταϊκούρας υπογράμμισε ότι «θα έχουμε νεότερα τέλος Ιουνίου με αρχές Ιουλίου, συλλέγουμε τα στοιχεία του τζίρου των επιχειρήσεων, θα είναι γενναία η μείωση της προκαταβολής φόρου αλλά επειδή πρέπει με πολύ μεγάλο σεβασμό να διοχετεύσουμε πόρους της ελληνικής κοινωνίας θα θέλαμε να έχουμε μια πολύ σωστή εικόνα γιατί δεν γνωρίζουμε με απόλυτο τρόπο το μέλλον. Δεν μπορούμε να κάνουμε εκτιμήσεις για την υπόλοιπο χρόνια ...η μείωση της προκαταβολής φόρου θα είναι γενναία αλλά δεν μπορώ τώρα να σας πω το ποσοστό. Στόχος μας είναι το μεγαλύτερο ύψος που μπορούμε...».

Ερωτηθείς για τον επικείμενο ανασχηματισμό, ο υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι «αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να θέσετε στον κ. πρωθυπουργό».