Ο κ. Βαρβιτσιώτης σημείωσε πως «παραδοσιακά η συμμαχία δεν έχει ασχοληθεί με εσωτερικές τριβές ανάμεσα στα μέλη της».

Αναφορικά με το μηχανισμό επικοινωνίας του ΝΑΤΟ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών επισήμανε πως «δεν είναι κάτι καινούριο».

Παράλληλα υπογράμμισε πως «λύση για αποκλιμάκωση της έντασης είναι να επιστρέψουμε στο τραπέζι της διπλωματίας».


Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη στα Παραπολιτικά 90,1:

Για τη θέση του ΝΑΤΟ απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις, ο κ. Βαρβιτσιώτης σημείωσε: «Ο Πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι για την Ελλάδα η στάση του ΝΑΤΟ είναι μια στάση η οποία δημιουργεί πολύ σοβαρό προβληματισμό. Η τήρηση των ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε δύο χώρες που κανονικά θα έπρεπε να είναι σύμμαχοι και βρίσκονται στα πρόθυρα μιας πολεμικής σύγκρουσης λόγω της επιθετικότητας του ενός μέρους αυτό δεν νομίζω ότι μπορεί να συνεχίσει στο επίπεδο του ΝΑΤΟ. Από την άλλη η Συμμαχία παραδοσιακά δεν έχει ασχοληθεί με τις εσωτερικές τριβές ανάμεσα στα μέλη της και μάλιστα η μόνη εσωτερική τριβή είναι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, δεν υπάρχει και άλλη, δεν είναι ότι όλοι σκοτώνονται μεταξύ τους στο ΝΑΤΟ».

«Ενδεχομένως ο κ Στόλτεμπεργκ δεν έχει ακούσει ούτε τις δηλώσεις του κ. Πομπέο και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ γιατί οι ΗΠΑ και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν καταδικάσει απερίφραστα την τουρκική προκλητικότητα και την τουρκική συμπεριφορά. Δεν έχουν πάρει ίσες αποστάσεις, έχουν ξεκαθαρίσει, έχουν δείξει ποιος φταίει όπως έχει κάνει όλη η διεθνής κοινότητα μόνο το ΝΑΤΟ δεν το έχει κάνει», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με το μηχανισμό επικοινωνίας του ΝΑΤΟ, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών δήλωσε: «Το θέμα του μηχανισμού επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν είναι η πρώτη φορά που φτιάχνεται κάτι τέτοιο. Κόκκινα τηλέφωνα σε διάφορες φάσεις έχουν συμφωνηθεί να τοποθετηθούνε το θέμα είναι αν οι χειριστές τους πραγματικά σηκώνουν το τηλέφωνο. Και εγώ είχα συμφωνήσει με τον ομόλογό μου που ασχολείται με τα θέματα της τουρκικής ακτοφυλακής να υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα στους Λιμενάρχες των νησιών του Αιγαίου και των τουρκικών ακτών για να μην υπάρχει επικοινωνία μεταξύ Άγκυρας και Πειραιά μόνο αλλά στη συνέχεια δεν χρησιμοποιήθηκε αυτό το μέσο. Όλα αυτά δείχνουν μια καλή διάθεση αλλά δεν αποτελούν τη λύση στο πρόβλημα. Η λύση στο πρόβλημα είναι ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο τραπέζι της διπλωματίας με την αποφυγή των μονομερών προκλητικών ενεργειών από την πλευρά της Τουρκίας».

«Οι ανησυχίες δεν σταματάνε, η αλήθεια είναι ότι όντως καλλιεργεί η Τουρκία, με όλες αυτές τις αλλεπάλληλες Navtex αλλά και με τις κινήσεις στο πεδίο, αυτή την ένταση. Είναι η πιο σημαντική κρίση που έχουμε ζήσει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τις κρίσεις του Κυπριακού, του ’87, των Ιμίων αλλά αυτή είναι μια κρίση διαρκείας. Είναι μια κρίση η οποία έχει κρατήσει πλέον αρκετούς μήνες και φαίνεται ότι θα είναι μια κρίση η οποία θα μας ταλαιπωρήσει και το επόμενο διάστημα», υπογράμμισε ο ίδιος.

Ερωτηθείς αν φοβάται ένα θερμό επεισόδιο, ο κ. Βαρβιτσιώτης απάντησε: «Δεν μπορώ να αποκλείσω οποιαδήποτε πιθανότητα. Δεν θα είναι η Ελλάδα αυτή που θα το προκαλέσει, αυτή είναι η στάση της Ελληνικής κυβέρνησης».

Για τις εξοπλιστικές δαπάνες, ανέφερε: «Αυτό το οποίο λεει η οικονομική υποχρέωση του ΝΑΤΟ είναι ότι κάθε χώρα θα πρέπει να συντηρεί αξιόμαχες Ένοπλες Δυνάμεις ξοδεύοντας το 2% του ΑΕΠ της για τις δικές της Ένοπλες Δυνάμεις. Δεν δίνουμε λεφτά στο ΝΑΤΟ, είναι ένας κανόνας τον οποίο επέβαλε ο πρόεδρος Τράμπ και είπε ότι πρέπει να πληρώνουμε όλοι το ίδιο και αυτό είναι το ίδιο ποσοστό του ΑΕΠ για την κοινή μας ασφάλεια. Η Ελλάδα δυστυχώς είναι πρωταθλήτρια στις αμυντικές δαπάνες λόγω της διαρκούς απειλής της Τουρκίας. Κανένα σοβαρό εξοπλιστικό πρόγραμμα δεν προχώρησε την προηγούμενη πενταετία, κανένα πρόγραμμα αναβάθμισης ή Follow On Support στα υπάρχοντα εξοπλιστικά προγράμματα δεν προχώρησαν τίποτα την προηγούμενη πενταετία. Δεν γίναμε ξαφνικά πλούσιοι απλώς αντιλαμβανόμαστε ότι οι ανάγκες για τη συντήρηση ισχυρών Ένοπλων Δυνάμεων είναι ανάγκες εθνικές και δεν είναι ανάγκες κομματικές».

Ερωτηθείς αν θα προχωρήσει σε κυρώσεις προς την Τουρκία η ΕΕ, απάντησε: «Ο πρωθυπουργός αντιλαμβανόμενος πολύ καλά αυτό το παιχνίδι των καθυστερήσεων της ΕΕ έθεσε στην Σύνοδο Κορυφής το θέμα της εφαρμογής μιας απόφασης που έλαβε η ΕΕ υπό το βάρος των εξελίξεων της τουρκικής εμπλοκής στη Συρία, για την εφαρμογή ενός εμπάργκο πώλησης όπλων και οπλικών συστημάτων προς την Τουρκία. Το έκανε αυτό γιατί ήθελε πραγματικά να δείξει ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι μέσα από τους οποίους μπορούμε να επιβάλλουμε στην Τουρκία ένα πλαίσιο κυρώσεων. Και το έκανε ξέροντας πολύ καλά ότι την προηγούμενη εβδομάδα δεν θα λαμβανότανε τέτοια απόφαση αλλά ήθελε να ανοίξει αυτή την ιστορία του διαλόγου και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και στα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και στους μοχλούς πίεσης. Φαίνεται ότι αυτή η πρόταση, ιδιαίτερα στη Γερμανία, έχει αποκτήσει ένα σοβαρό ακροατήριο. Το κόμμα των Πρασίνων το οποίο φαίνεται ότι θα είναι ο σημαντικός κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές, έχουνε ήδη υιοθετήσει αυτή την πρόταση. Ο δικός μας στόχος είναι να φέρουμε τις ίδιες τις πολιτικές ηγεσίες των ευρωπαϊκών χωρών πιεσμένες από τις εσωτερικές τους κοινές γνώμες και τους κυβερνητικούς τους συνεταίρους».

Για τις ελληνορωσικές σχέσεις και αν μπορεί η Ρωσία να πιέσει την Τουρκία, επισήμανε: «Αν έχει καταφέρει κάτι ο κ. Ερντογάν είναι ότι ενώ βρίσκεται με τη Ρωσία σε αντίπαλα στρατόπεδα σε όλες τις περιφερειακές συγκρούσεις παρόλα αυτά οι σχέσεις Ρωσίας –Τουρκίας δεν έχουν διαταραχθεί και αυτό πρέπει να το βλέπουμε ως μια επιτυχία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Παράλληλα εμείς κάναμε οτιδήποτε είναι δυνατό τα τελευταία χρόνια να χαλάσουμε το καλό κλίμα που υπήρχε στις ελληνορωσικές σχέσεις, ιδιαίτερα με εκείνη την κίνηση του κ. Κοτζιά να απελάσει περίπου 20 Ρώσους διπλωμάτες που υπηρετούσαν στην Αθήνα και βεβαίως μετά με τις αλλεπάλληλες απορρίψεις από τη Ρωσική πλευρά των διαπιστευτηρίων των ελλήνων πρέσβεων. Έχουνε γίνει ορισμένες κινήσεις τον τελευταίο χρόνο για να επέλθει η βελτίωση η οποία πρέπει να επέλθει στις ελληνορωσικές σχέσεις. Και ο υπουργός και εγώ έχουμε κάνει πάρα πολλές επαφές με τη ρωσική πλευρά. Είναι θετικό ότι έρχεται ο κ. Λαβρόφ έστω και καθυστερημένα, ο covid μας έχει περιορίσει πάρα πολύ και στις επαφές οι οποίες γίνονται στο ανώτερο επίπεδο . Ελπίζω ότι πραγματικά θα επανεκκινηθούνε».